μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… … Dictionary of Greek
πυοβακίλλωση — η, Ν (κτην.) πυογόνος μόλυνση που οφείλεται στον πυοβάκιλλο και παρατηρείται, κυρίως, στα μηρυκαστικά και στον χοίρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyobacillosis (< πύον + βακίλλωση < βάκιλλος)] … Dictionary of Greek
πυογενής — ές, Ν βλ. πυογόνος … Dictionary of Greek
πυογονία — και πυογένεια, η, Ν [πυογόνος] ιατρ. η παραγωγή πύου … Dictionary of Greek
σύκωση — (Ιατρ.). Χρόνια πυογόνος φλεγμονή στο στόμιο των θυλάκων των τριχών, που προκαλείται από σταφυλόκοκκους και συχνά υποτροπιάζει. Η σ. εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή του μουστακιού και στο πηγούνι, σπανιότερα δε στα φρύδια και στις μασχάλες. Στην… … Dictionary of Greek