πυογόνος

πυογόνος
-ο, και πυογενής, -ές, Ν
ιατρ. (για μικροοργανισμούς που προκαλούν διαπυήσεις ή φλεγμονές) αυτός που παράγει πύον («πυογόνος σταφυλόκοκκος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειες λ., πρβλ. γαλλ. pyogene (< πύον + -γενής / -γόνος < γένος / γόνος < γίγνομαι). Ο τ. πυογενής μαρτυρείται από το 1887 στον Δ. Χασιώτη, ενώ ο τ. πυογόνος από το 1888 στον Ιω. Πύρλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… …   Dictionary of Greek

  • πυοβακίλλωση — η, Ν (κτην.) πυογόνος μόλυνση που οφείλεται στον πυοβάκιλλο και παρατηρείται, κυρίως, στα μηρυκαστικά και στον χοίρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyobacillosis (< πύον + βακίλλωση < βάκιλλος)] …   Dictionary of Greek

  • πυογενής — ές, Ν βλ. πυογόνος …   Dictionary of Greek

  • πυογονία — και πυογένεια, η, Ν [πυογόνος] ιατρ. η παραγωγή πύου …   Dictionary of Greek

  • σύκωση — (Ιατρ.). Χρόνια πυογόνος φλεγμονή στο στόμιο των θυλάκων των τριχών, που προκαλείται από σταφυλόκοκκους και συχνά υποτροπιάζει. Η σ. εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή του μουστακιού και στο πηγούνι, σπανιότερα δε στα φρύδια και στις μασχάλες. Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”